- κορακόβηχας
- ο1. ξηρός, συνεχής και επίμονος βήχας που μοιάζει με τον κρωγμό τού κόρακα2. ο βήχας που προκαλεί ο κοκίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -βήχας (< βήχας), πρβλ. γαϊδουρό-βηχας, ξερό-βηχας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορακόβηχας — ο 1. βήχας όμοιος με τον κρωγμό κόρακα. 2. κοκίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek